- στειρότης
- στειρότης, ητος, ἡ,A sterility, cj. Wytt. in Plu.2.366c, for στερρ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στειρότητα — στειρότης sterility fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειρότητα — η / στειρότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης Α [στεῑρος] αδυναμία αναπαραγωγής ενός έμβιου όντος, άσχετα από την αιτία που τήν προκαλεί (α. «ανδρική στειρότητα» β. «γυναικεία στειρότητα») νεοελλ. 1. κατάσταση ενός βιολογικού μέσου, μιας ουσίας ή ενός… … Dictionary of Greek